- άσπιλος
- -η, -ο (AM ἄσπιλος, -ον)1. ο ακηλίδωτος, ο καθαρός2. (μτφ., με ηθική σημ.) ο άψογος, ο αγνός.[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + σπίλος (ΙΙ) «στίγμα, κηλίδα, λεκές, μίασμα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άσπιλος — άσπιλος, η, ο και ασπίλωτος, η, ο επίρρ. α αμόλυντος, ακηλίδωτος, αγνός, ανεπίληπτος: Όλη του η ζωή ήταν άσπιλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄσπιλος — stainless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπίλως — ἄσπιλος stainless adverbial ἄσπιλος stainless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπιλον — ἄσπιλος stainless masc/fem acc sg ἄσπιλος stainless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπίλου — ἄσπιλος stainless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπίλους — ἄσπιλος stainless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπίλων — ἄσπιλος stainless masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπίλῳ — ἄσπιλος stainless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπιλα — ἄσπιλος stainless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσπιλοι — ἄσπιλος stainless masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)